- ερυθρόφθαλμος
- -η, -ο(για ζώα) αυτός που έχει κόκκινα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + οφθαλμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκομος — (acomus) Γένος φασιανών, που ανήκει στην οικογένεια των φασιανιδών. Ζει σε περιοχές της Μαλαισίας και έχει τα πλαϊνα του κεφαλιού του εντελώς γυμνά. Στο είδος α. η ερυθρόφθαλμος, που υπάρχει στη Μαλάκα και τη Σουμάτρα, το θηλυκό έχει γκρίζο… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek